απανωτά

απανωτά
επίρρ.
1) одно на другое, одно поверх другого; 2) одно за другим; сразу, много (о событиях, неприятностях и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "απανωτά" в других словарях:

  • Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • επανωτός — και απανωτός, ή, ό (Μ ἐπανωτός και ἀπανωτός, ή, ό) 1. αυτός που βρίσκεται επάνω ή ακριβώς δίπλα στον άλλον, ο αλλεπάλληλος 2. χρον. ο ένας σε συνέχεια μετά τον άλλο, ο επάλληλος. επίρρ... επανωτά ή απανωτά α. σωρηδόν, σωριαστά, χύμα β. με τρόπο… …   Dictionary of Greek

  • απειθαρχία — η απείθεια σε εντολή κάποιου ανώτερου: Οι απειθαρχίες του είχαν σημειωθεί απανωτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρεώνω — χρέωσα, χρεώθηκα, χρεωμένος 1. αναγράφω κάποιον χρεώστη, τον χρεώνω με κάτι: Σε χρεώνω με χίλια ευρώ. 2. υποθηκεύω, επιβαρύνω με χρέη: Έχουν χρεώσει το σπίτι τους. 3. παροιμ. «Όποιος όλο χρεώνεται κακό του ξημερώνεται», τα απανωτά χρέη καταλήγουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»